αμφικειμαι

αμφικειμαι
    ἀμφικεῖμαι
    ἀμφι-κεῖμαι
    1) облегать, лежать вокруг или сверху
    

(Αἴτνα ἀμφίκειται κείνῳ, sc. Τυφῶνι Pind.)

    2) охватывать, обнимать
    

ἐπ΄ ἀλλήλοις ἀμφικείμενοι Soph. — обняв друг друга

    3) примыкать, тж. присоединяться, прибавляться
    

(τινι Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αμφικειμαι" в других словарях:

  • αμφίκειμαι — ἀμφίκειμαι (Α) [κεῑμαι] 1. κείμαι γύρω ή επάνω σε κάτι 2. συσσωρεύομαι, στιβάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κεῖμαι] …   Dictionary of Greek

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»